1 ἄπλυτος
ἄλουτος ἀπλύτοις ἐν εἵμασιν Semon.7.5
ῥαφανίδες Eup.312
ἀ. ποσὶ διεξιέναι τὰ φανερώτατα D.Chr.12.43
ἄ. ἄρτος Gal.6.500
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄπλυτος